κίρων

κίρων
κίρων
Grammatical information: adj.
Meaning: ἀδύνατος πρὸς συνουσίαν καὶ αἰδοίου βλάβη καὶ ἀπεσκολυμμένος καὶ κυρίως μεν ὁ σάτυρος, καὶ ἐντεταμένος, ὁ γυναικίας, καὶ μη δυνάμενος χρῆσθαι H.
Derivatives: DELG cites the PN Κίρος, Κίρων, Κιρωνίδης.(Bechtel, Hist. Personennamen 497).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακιδνός — ἀκιδνός, ή, ὸν (Α) 1. αδύνατος, ασθενής 2. ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιωνική που απαντά στον Όμηρο πάντα σε συγκριτικό βαθμό , τον Ιπποκράτη και τους Αλεξανδρινούς ποιητές είναι άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλές άλλες λέξεις παρόμοιας σημασίας. Αν το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”